- νηπιοπρεπής
- νηπιοπρεπής, -ές (ΑΜ)αυτός που αρμόζει σε νήπιααρχ.κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή τού χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή τής Εκκλησίας.επίρρ...νηπιοπρεπῶς (Μ)με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο, νηπιακά.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.